εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… … Dictionary of Greek
σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… … Dictionary of Greek
υδροξυλικός — ή, ό, Ν [υδροξύλιο]. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα υδροξύλιο … Dictionary of Greek
αλκοόλες — Οργανικές ενώσεις των οποίων οι χημικοί τύποι προέρχονται από τους υδρογονάνθρακες και περιέχουν μια ομάδα, η οποία αποτελείται από ένα άτομο οξυγόνου και ένα υδρογόνου. Παριστάνεται με τον τύπο ΟΗ και ονομάζεται υδροξύλιο. Ανάλογα με το πλήθος… … Dictionary of Greek
ενόλη — Αλκοόλη που περιέχει το υδροξύλιο σε ακόρεστο άτομο άνθρακα. Η ε. προέρχεται από μια ενδομοριακή αναδιάταξη, που χαρακτηρίζει μερικές αλδεΰδες, κετόνες και οργανικά οξέα, κατά την οποία ένα άτομο υδρογόνου μετακινείται από το πλησιέστερο άτομο… … Dictionary of Greek
αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… … Dictionary of Greek
αλδεϋδαλκοόλες — ή οξυαλδεΰδες, οι Χημ. οργανικές ενώσεις οι οποίες περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) και υδροξύλιο ( ΟΗ). Οι πιο γνωστές αλδεϋδαλκοόλες είναι η γλυκολαλδεΰδη και η αλδόλη. Αλδεϋδαλκοόλες είναι επίσης και πολλοί υδατάνθρακες (σάκχαρα) … Dictionary of Greek
αλδόλες — οι Χημ. οργανικές ενώσεις οι οποίες περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) και υδροξύλιο ( ΟΗ), στο τρίτο μετά την αλδεϋδομάδα άτομο άνθρακα (β άτομο άνθρακα) … Dictionary of Greek
αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… … Dictionary of Greek